- ημεροσκοπος
- ἡμεροσκόποςἡμερο-σκόποςI2бодрствующий днем, несущий дневную стражу
(φύλαξ Arph.)
IIὅ дневной страж, караульный дневной стражи Her., Soph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φύλαξ Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ημεροσκόπος — ἡμεροσκόπος, ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμεροσκόπος φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις τού εχθρού κατά τη διάρκεια τής ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.) αρχ. επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν» … Dictionary of Greek
ἡμεροσκόπος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροσκόποις — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem/neut dat pl ἡμεροσκόπος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροσκόπους — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem acc pl ἡμεροσκόπος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροσκόπων — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem/neut gen pl ἡμεροσκόπος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροσκόποι — ἡμεροσκόπος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροσκόπον — ἡμεροσκόπος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερόσκοποι — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημεροσκοπώ — ἡμεροσκοπῶ, έω (Α) [ημεροσκόπος] είμαι ημεροσκόπος* … Dictionary of Greek
Hemeroscopio — Dianio Emporio de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos de Focea, romanos Idioma … Wikipedia Español
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek